ἀποδέκτης — receiver masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποδέκτης — Το πρόσωπο ή η αρχή όπου απευθύνεται ένα τηλεγράφημα, ένα τηλεφώνημα, μία επιστολή κλπ. Έτσι λέγεται επίσης και o τελικός σταθμός προορισμού ενός τηλεγραφήματος, ενώ o ενδιάμεσος σταθμός που πιθανώς να το δεχτεί λέγεται ενδιάμεσος σταθμός… … Dictionary of Greek
ἀποδέκται — ἀποδέκτης receiver masc nom/voc pl ἀποδέκτᾱͅ , ἀποδέκτης receiver masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδεκτῶν — ἀποδέκτης receiver masc gen pl ἀποδεκτός acceptable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδέκταις — ἀποδέκτης receiver masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδέκτην — ἀποδέκτης receiver masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδέκτου — ἀποδέκτης receiver masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδέκτῃ — ἀποδέκτης receiver masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιταποδέκτης — ὁ, Α ο συλλέκτης τού σιταριού για τα δικαιώματα τού κράτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + ἀποδέκτης (< ἀποδέχομαι), πρβλ. χρυσ αποδέκτης] … Dictionary of Greek
Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… … Dictionary of Greek